- επίβαθρον
- ἐπίβαθρον, το (Α) [βάθρον]1. ναύλο για επιβίβαση2. μίσθωμα, ενοίκιο3. διόδια4. επιβάθρα5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίβαθρα (ιερά)θυσίες κατά την επιβίβαση σε πλοίο6. φρ. α) «ἐπίβαθρον ἀοιδῆς» — βάθρο για αοιδόβ) «ἐπίβαθρον ὀρνίθων» — το μέρος όπου ανεβαίνουν και κουρνιάζουν τα πουλιά.
Dictionary of Greek. 2013.